- επικρατητικός
- ἐπικρατητικός, -ή, -όν (Α) [επικράτηση]1. αυτός που συγκρατεί, που κρατά κάτι σφιχτά2. (ειδ.) (για φάρμακο) στυπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικρατητικός — astringent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατητικά — ἐπικρατητικός astringent neut nom/voc/acc pl ἐπικρατητικά̱ , ἐπικρατητικός astringent fem nom/voc/acc dual ἐπικρατητικά̱ , ἐπικρατητικός astringent fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατητικόν — ἐπικρατητικός astringent masc acc sg ἐπικρατητικός astringent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατητικῆς — ἐπικρατητικός astringent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)